άκαινα

άκαινα
ἄκαινα, η (AM)
1. μυτερό όργανο, βουκέντρα
2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια
μσν.
μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία
αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και μονάδα μετρήσεως μήκους, από όπου μετά δήλωσε και μονάδα μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά είναι οι λ. αρχ. κάλαμος, λατ. pertica, γαλλ. perche, οι οποίες δηλώνουν επίσης μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ ρίζα
ακ- «αιχμηρός, οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με -ν- *ak-n-2 < ἀκαν-ια > ἄκαινα, με επένθεση. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκαινα — spike fem nom/voc sg ἄκαινον spike neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαίνας — ἀκαίνᾱς , ἄκαινα spike fem acc pl ἀκαίνᾱς , ἄκαινα spike fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Акена — (άκαινα) линейная мера в древней Греции, в 10 греческих футов = 3,09 метра = 4 арш. 5 1/2 верш …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ακ- — [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ. ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαινῶν — ἄκαινα spike fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαίνῃ — ἄκαινα spike fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαιναι — ἄκαινα spike fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαιναν — ἄκαινα spike fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… …   Wikipedia Español

  • осот — чертополох , укр., блр. осот Cirsium , др. русск., цслав., осътъ τρίβολος, болг. осът чертополох (Младенов 391). сербохорв. местн. н. О̀сат, словен. osǝt, чеш. оsеt, род. п. ostu, польск. оsеt, род. п. ostu. От и. е. *аk острый , лит. ãšutas,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”